κρίμνημι

κρίμνημι
κρίμνημι και κρήμνημι και κρημνῶ, -άω (Α)
1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ.
β. «ἐκρήμναθ' ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.)
2. σταυρώνω κάποιον
3. παθ. κρήμναμαι
αιωρούμαι («ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρεμώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …   Dictionary of Greek

  • κρήμνημι — (Α) βλ. κρίμνημι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρεμώ] …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • (ker-5?), kō̆ r- —     (ker 5?), kō̆ r     English meaning: to hang     Deutsche Übersetzung: “hangen, hängen”     Material: Lith. kariù, kárti “with a Strick erhängen”, Ltv. kar”u, kãrt “hängen”, Lith. pakara “Kleiderständer, peg, plug zum Kleideraufhängen”, Ltv …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”